αλωνιάτικο

αλωνιάτικο
το (συνήθως στον πληθυντικό) τα αλωνιάτικα [αλωνιάτης]
η δαπάνη για το αλώνισμα, η αμοιβή τού αλωνιστή σε χρήμα, ή, συνηθέστερα, σε είδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλωνιάτικο, το — και συνήθ. στον πληθ., αλωνιάτικα η αμοιβή των αλωνιστών: Τα αλωνιάτικα τα πληρώσαμε σε σμιγάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλωνιάτης — ο 1. αλωνιστής 2. αλωνιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάληξη ιάτης. ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάτικο] …   Dictionary of Greek

  • αλωνιστικός — ή, ό [αλωνιστής] 1. αυτός που αναφέρεται στο αλώνισμα 2. ο κατάλληλος για αλώνισμα 3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αλωνιστικό ή τα αλωνιστικά το αλωνιάτικο* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”